παραλογιστικός

παραλογιστικός
-ή, -ό, ΝΑ [παραλογίζομαι]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παραλογισμό, χαρακτηριστικός τού παραλογισμού
2. αυτός που είναι επιτήδειος ή επιρρεπής σε ψευδείς, εσφαλμένους συλλογισμούς.
επίρρ...
παραλογιστικῶς Α
με παραλογιστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραλογιστικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή γίνεται με παραλογισμό: Δεν πείθονται οι λογικοί άνθρωποι με παραλογιστικά επιχειρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογιστικά — παραλογιστικός neut nom/voc/acc pl παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc/acc dual παραλογιστικά̱ , παραλογιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικόν — παραλογιστικός masc acc sg παραλογιστικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικοῖς — παραλογιστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικοί — παραλογιστικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικούς — παραλογιστικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικῆς — παραλογιστικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστική — παραλογιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιστικήν — παραλογιστικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”